- ξαγρύπνια
- ητο ξαγρύπνημα, η αγρύπνια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξαγρύπνια — και ξαγρύπνια, η στέρηση τού ύπνου, αγρυπνία, αϋπνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξαγρυπνώ, κατά το σχήμα αγρυπνώ αγρύπνια] … Dictionary of Greek
ξαγρύπνημα — το [ξαγρυπνώ] αγρυπνία, ξαγρύπνια, το να μένει κάποιος άγρυπνος, το να χάνει τον ύπνο του … Dictionary of Greek
ξαγρύπνισμα — το ξαγρύπνια, ξαγρύπνημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξαγρυπνώ, κατά τα ουδέτερα σε ισμα (από ρ. σε ίζω)] … Dictionary of Greek
ξαγρύπνισμα — το, ατος το ξαγρύπνημα, η αϋπνία, η ξαγρύπνια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)